περιτοναιοκάθαρση

περιτοναιοκάθαρση
η, Ν μέθοδος εξωνεφρικής καθάρσεως τού αίματος σε περιπτώσεις βαριάς νεφρικής ανεπάρκειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. peritoneale dialyse (βλ. λ. περιτόναιος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περιτοναϊκός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο περιτόναιο 2. φρ. α) «περιτοναϊκή διάλυση» η περιτοναιοκάθαρση β) «περιτοναϊκή κοιλότητα» ο σχισμοειδής χώρος ανάμεσα στο περίτονο και στο περισπλάγχνιο πέταλο τού περιτοναίου γ) «περιτοναϊκό υγρό» ορώδες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”